ἀντίληψις

Ἀντιλίϐανος

ἀντιλιτανεύω
Ἀντι·λίϐανος, ου () [ῐῐᾰ] l’Antiliban (auj. Jibāl Lubnān ash-Sharqiyyah) chaîne de mt. de Syrie, Plut. Alex. 24.
Étym. ἀ. Λίϐανος.