ἀντιμέμφομαι

Ἀντιμενίδης

ἀντιμερίζομαι
Ἀντιμενίδης () Antiménidès, h. Arstt. Pol. 3, 14 ||
E Dor. Ἀντιμενίδας, Thc. 5, 42.
Étym. patr. d’Ἀντιμένης, de ἀντί, μένος.