ἀντιφιλονεικέω-ῶ

Ἀντίφιλος

ἀντιφιλοσοφέω-ῶ
Ἀντί·φιλος, ου () Antiphilos, h. Dém. 549, 22, etc.
Étym. ἀ. φίλος.