Ἀπολλόθεμις

Ἀπολλοκράτης

Ἄπολλον
Ἀπολλο·κράτης, ους () Apollokratès, Plut. Dio. 37 ||
E Acc. -ην, Plut. Dio. 56.
Étym. Ἀ. κράτος.