Ἀπολλωνίσκος

Ἀπολλωνόϐλητος

ἀπολογέομαι-οῦμαι
Ἀπολλωνό·ϐλητος, ος, ον [] frappé par les flèches d’Apollon, Macr. Sat. 1, 17.
Étym. Ἀπόλλων, βάλλω.