ἀράτειος

Ἀράτειος

ἀρατήριον
Ἀράτειος, α, ον [ᾰᾱ] d’Aratus, Thcr. Idyl. 17 ; τὸ Ἀράτειον, Plut. Arat. 53, lieu consacré à Aratus de Sicyone.
Étym. Ἄρατος.