Ἀρχεϐιάδης

Ἀρχέϐιος

Ἀρχεϐούλειον μέτρον
Ἀρχέ·ϐιος, ου () Arkhébios, h. Dém. 475, 3, etc.
Étym. ἄρχω, βίος.