Ἀρχεϐούλειον μέτρον

Ἀρχέϐουλος

ἀρχέγονος
Ἀρχέ·ϐουλος, ου () Arkhéboulos (Archébule) h. Ath. 502d, etc.
Étym. ἄρχω, βουλή.