Ἀρχέπολις

Ἀρχεπτόλεμος

Ἀρχέπτολις
Ἀρχε·πτόλεμος, ου () Arkhéptolémos, h. Il. 8, 128, 312 ; Ar. Eq. 794.
Étym. ἄρχω, πτόλεμος.