Ἀρχεστράτη

Ἀρχεστρατίδης

ἀρχέστρατος
Ἀρχεστρατίδης, ου, ion. εω () [ᾰτ] Arkhestratidès, h. Hdt. 9, 90 ; Lys. 139, 37, etc.
Étym. patr. d’Ἀρχέστρατος.