ἀρχιλῃστής

Ἀρχιλόχειος

Ἀρχίλοχος
Ἀρχιλόχειος, ος, ον [] d’Archiloque, Héph. 15, 2 ; Ἀ. μέτρον, Diom. 509, 3, le mètre d’Archiloque.
Étym. Ἀρχίλοχος.