ἀρέομαι

Ἀρεοπαγίτης

Ἀρεοπαγιτικός
Ἀρεοπαγίτης, ου () [ᾰᾰῑ] membre de l’Aréopage, aréopagite, Eschn. 1, 81, etc. ; Dém. 59, 83, etc. ; Arstt. Ath. 4, 4 ; cf. Ἀρειοπαγίτης.