ἀρέσαι

Ἀρέσανδρος

ἀρέσθαι
Ἀρέσ·ανδρος, ου () Arésandros, h. Lys. (Harp. vo ἐκλογῆς).
Étym. ἀρέσκω, ἀνήρ.