Ἀρισταγόρα

Ἀρισταγόρας

ἀρίσταθλος
Ἀριστ·αγόρας, ου () [ᾰᾱγ] Aristagoras :
1 de Milet, Hdt. 5, 30, etc. ; Thc. 4, 102, etc. ||
2 autres, Pd. N. 11, etc. ||
E Ion. -όρης, Anth. 7, 639, etc. ; gén. ion. -εω, Hdt. 5, 30 ; 9, 90 ; Anth. 9, 568.
Étym. ἄριστος, ἀγορά.