Ἀριστόϐουλος

Ἀριστογείτων

ἀριστογένεθλος
Ἀριστο·γείτων, ονος () [] Aristogeitôn (Aristogiton) :
1 meurtrier d’Hipparque, de complicité avec Harmodios, Hdt. 5, 55 ; Thc. 1, 20, etc. ||
2 orateur, Plut. Dem. 15, etc.
Étym. ἄ. γείτων.