ἀριστογένεθλος

Ἀριστογένης

ἀριστογόνος
Ἀριστο·γένης, ους () [] Aristogénès, h. Xén. Hell. 1, 2, 8, etc. ||
E Acc.  ; qqf. -ην, Xén. Hell. 1, 5, 16 ; 6, 31 ; 7, 1 ; DS. 13, 74.
Étym. ἄ. γένος.