Ἀριστολαΐδης

Ἀριστόλαος

Ἀριστόλεως
Ἀριστό·λαος, ου () ion. Ἀριστόλεως, ω [ᾰᾱ] Aristolaos, h. Dém. 18, 197 Baiter-Sauppe.
Étym. ἄ. λαός.