ἀριστόμαχος

Ἀριστόμαχος

Ἀριστομένειος
Ἀριστό·μαχος, ου () [ᾰᾰ] Aristomakhos (Aristomaque) h. Hdt. 6, 52, etc. ; Plut. Arat. 5, etc.
Étym. v. le préc.