Ἀριστομάχειος

Ἀριστομάχη

ἀριστόμαχος
Ἀριστο·μάχη, ης () [ᾰᾰ] Aristomakhè, f. Ar. Th. 806 ; Plut. Tim. 33, etc.
Étym. f. d’Ἀριστόμαχος.