ἀριστόνοος

Ἀριστόνοος

Ἀριστοξένειος
Ἀριστό·νοος, όου () Aristonoos, h. Anth. 7, 54 ; p. contr. Ἀριστόνους, ου, Thc. 2, 22.
Étym. v. le préc.