Ἀριστόφαντος

Ἀριστοφιλίδας

Ἀριστοφόων
Ἀριστοφιλίδας () [ᾰφῐ] Aristophilidas, h. Hdt. 3, 136.
Étym. patr. d’Ἀριστόφιλος.