Ἀριστοτελίζω

Ἀριστοτελικός

Ἀριστοτελικῶς
Ἀριστοτελικός, ή, όν [] d’Aristote, aristotélique, Luc. 2, 393 Reitz ; οἱ Ἀ. Sext. 261, 6 Bkk. les disciples d’Aristote.
Étym. Ἀριστοτέλης.