Ἀσία

Ἀσιαγενής

Ἀσιαδάτας
Ἀσια·γενής, ής, ές [ᾰᾱ] originaire d’Asie, DS. 17, 77 ||
E Ion. Ἀσιηγενής, Opp. C. 1, 235.
Étym. Ἀσία, γένος.