Ἀσκάλων

Ἀσκαλώνιος

Ἀσκαλωνίτης
Ἀσκαλώνιος, α, ον, d’Ascalon ; τὰ Ἀ. (s. e. σῦκα) Ath. 78a, figues d’Ascalon.
Étym. Ἀσκάλων.