Ἀσκληπιακός

Ἀσκληπιάς

Ἀσκληπίδης
Ἀσκληπιάς, άδος () s. e. βοτάνη, la plante d’Asklèpios, vulg. dompte-venin, Diosc. 3, 106 ; Gal.