Ἀθαμᾶνες

Ἀθαμάντιος

Ἀθαμαντίς
Ἀθαμάντιος, ος, ον [ᾰᾰμ] d’Athamas (plaine) en Phthiotide, A. Rh. 2, 516.
Étym. Ἀθάμας.