ἀτρακτυλίς

Ἀτραμύττειον

ἀτρανώτως
Ἀτραμύττειον, ου (τὸ) Hdt. ou Ἀτραμύττιον, Thc. Xén. Atramytteion ou Atramyttion, v. de Mysie.
Étym. cf. Ἀδραμύτειον.