ἀτρανώτως

Ἄτραξ

ἀτράπεζος
Ἄτραξ, ακος, Atrax :
1 () v. de Thessalie, Str. ||
2 () affl. du Pénée, Str. ||
E Gén. -αγος, Eup. (E. Byz.) Cf. Ἄτρακες.