ἄτρυτος

Ἀτρυτώνη

ἀτρύτως
Ἀτρυτώνη, ης () [Ῠῡ] l’Infatigable ou l’Invincible (Athèna) Il. 2, 157, etc. ; Od. 4, 762 ; 6, 324.
Étym. par allong. p. *Ἀτρύτη, de ἄτρυτος ; cf. Ἀϊδωνεύς et Ἅιδης.