Αὐτομέλιννα

Αὐτομένης

αὐτόμηκος
Αὐτο·μένης, ους () Automénès, h. Ar. DS. ||
E Voc. Αὐτόμενες, Ar. Vesp. 1275.
Étym. αὐ. μένος.