Βέλγαι

Βελγικός

βελεηφόρος
Βελγικός, ή, όν, de Belgique, οἱ Βελγικοί, DC. les Belges ; ἡ Βελγική (s. e. χώρα) DC. etc. la Belgique.
Étym. Βέλγαι.