βεμϐραφύη

Βενδίδεια

Βενδίδειον
Βενδίδεια, ων (τὰ) [] fête de Bendis, Plat. Rsp. 354b ||
E Gén. plur. att. Βενδιδέων (p. -είων), CIA. 2, 741 (334/330 av. J.-C.).
Étym. Βενδῖς.