Βενδῖς

Βενεϐενδεῖς

Βενεϐεντός
Βενεϐενδεῖς, έων (οἱ)
1 les habitants de Bénévent, App. Hann. 36 ||
2 Bénévent (v. Βενεουεντόν) Pol. 39, 90.