Βενεουεντός

Βενέρεα

βενετιανός
Βενέρεα, ας () = lat. Vĕnĕrĕa, fém. de Venereus, de Vénus, Diosc. 1, 2 ; 2, 154 ; 3, 151.
Étym. Cf. Βένους.