βερεκόκκιον

Βερεκύνθιος

Βερέκυνθος
Βερεκύνθιος, α, ον, des Bérécynthes, Call. Dian. 246 ; τὸ Βερεκύνθιον ὄρος, Arstt. Plut. le mt des Bérécynthes.
Étym. Βερέκυνθος.