Βισαλτικός

Βισάλτιος

Βισάνθη
Βισάλτιος, α, ον, des Bisaltes, Lyc. 417 ; ἡ Βισαλτία, Thc. Arstt. etc. la Bisaltie, contrée de Thrace ||
E Ion. ἡ Βισαλτίη, Hdt. 7, 115.
Étym. Βισάλται.