Βιστώνιος

Βιστωνίς

βίσων
Βιστωνίς, ίδος, adj. f., c. Βιστονίς, Nonn. D. 8, 65 ; Β. λίμνη, Arstt. H.A. 8, 13, c. Βιστονὶς λίμνη, v. Βιστονίς.