Βιθυνικός

Βιθυνίς

Βιθυνός
Βιθυνίς, ίδος [ῑῡ] adj. f. de Bithynie, A. Rh. 2, 177, etc. ; Anth. 6, 230, etc. ; ἡ Β. Xén. Hell. 3, 2, 2, la Bithynie (cf. Βιθυνία).
Étym. Βιθυνοί.