Βοιωτιουργής

Βοιωτίς

Βοιωτός
Βοιωτίς, ίδος, adj. f. de Béotie, Xén. ; ἡ Β. (s. e. χώρα) A. Rh. Str. la Béotie.
Étym. Βοιωτός.