Βορυσθένης

Βορυσθενίτης

Βόρχος
Βορυσθενίτης, ου (), fém. Βορυσθενῖτις, ιδος () c. Βορυσθενεΐτης, Luc. Tox. 61 ; DL. 4, 5, etc.