βορεῶτις

Βορηϊάδης

βορηϊάς
Βορηϊάδης () c. Βορεάδης, Phanocl. Bgk. ; plur. οἱ Βορηϊάδαι, Anth. 9, 550 c. Βορεάδαι.
Étym. patr. de *Βορεύς.