Βοσποριανός

Βοσπόριος

Βοσπορίτης
Βοσπόριος, α, ον, du Bosphore, Soph. Aj. 885 ; Ant. 967 ; Anth. 7, 551, 552, 569 ; οἱ Βοσπόριοι, Str. 311, les habitants du Bosphore.
Étym. Βόσπορος.