Βούσιρις

Βουσιρίτης

βουσκαφέω-ῶ
Βουσιρίτης, ου [ῑῑ] adj. m. de Busiris : Β. νομός, Hdt. 2, 165 ; Str. etc. le nome Busirite ou de Busiris (v. Βούσιρις) ; οἱ Βουσιρῖται, Plut. El. etc. les habitants de Busiris.
Étym. Βούσιρις.