Βρέννος

Βρεντεσῖνος

Βρεντέσιον
Βρεντεσῖνος, ου () habitant de Brundusium, Pol. 3, 69 ; οἱ Βρεντεσῖνοι, Pol. 10, 1 ; Str. etc. ou Βρεντεσινοί, Plut. Pomp. 62, etc. les habitants de Brundusium.
Étym. Βρεντέσιον.