Βριαντική

Βριαρεύς

Βριάρεως
Βριαρεύς, έως, épq. -ῆος () [ῐᾰ] c. le suiv. Timocl. (Ath. 224a) ; Nonn. D. 39, 291 ; 43, 361 ; Call. Del. 143.