Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χειροϐαρής
Χειροϐίη
χειροϐλημάομαι-ῶμαι
Χειρο·ϐίη,
ης
(
ἡ
) Kheirobiè,
f.
Nonn.
D.
30, 286,
etc.
Étym.
χ. βία
.