χελιδόνεως

Χελιδονία ἄκρα

Χελιδόνιαι νῆσοι
Χελιδονία ἄκρα, ion. Χελιδονίη ἄκρη () le cap Khélidonia, litt. « des hirondelles » (auj. Gelidonya ou Taşlı) en Lycie, Q. Sm. 3, 234.
Étym. fém. de χελιδόνιος.