Χέμμις

Χεμμίτης

χένας
Χεμμίτης, ου [] adj. m. de Khemmis : Χ. νομός, Hdt. 2, 165, le nome ou district de Khemmis ; subst. οἱ Χεμμῖται, Hdt. 2, 91, les habitants de Khemmis.
Étym. Χέμμις.