χερσονησιτέω

Χερσονησίτης

χερσονησοειδής
Χερσονησίτης, néo-att. Χερρονησίτης, ου () [] habitant de la Chersonèse de Thrace, Xén. Hell. 1, 3, 10 ; 3, 2, 8 ; Dém. 63, 17 ||
E Dans une inscr. att. de 452 av. J.-C. Χερσονησίτης ; à partir de 451 av. J.-C. Χερρονησίτης ; ttef. dans une inscr. de 180 envir. av. J.-C. de nouveau Χερσονησίτης ; v. Meisterh. p. 76, 2.
Étym. χερσόνησος.