χρυσεργός

Χρύσερμος

Χρυσεύς
Χρύσερμος, ου () Khrysermos :
1 écrivain, Plut. Parall. min. 3, 10, etc. ||
2 médecin, El. N.A. 11, 35 ||
3 autre, Plut. Cleom. 36, 37.